Γιατί ξεκινήσαμε αυτή τη δράση
Η προαγωγή της σίτισης των πρόωρων νεογνών με το γάλα της μητέρας τους είναι μια αξιόπιστη στρατηγική για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης νεκρωτικής εντεροκολίτιδας (ΝΕΚ), σηψαιμίας και του κόστους που σχετίζεται με την αντιμετώπισή τους, καθώς και για τη βελτίωση της εγκεφαλικής, οπτικής και γνωστικής ανάπτυξης των πρόωρων βρεφών. Οι μητέρες λόγω αδυναμίας του ανώριμου πρόωρου βρέφους τους να θηλάσει και του πρώιμου αποχωρισμού λόγω της νοσηλείας σε Μονάδα Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών (ΜΕΝΝ) αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα εμπόδια στην έναρξη και τη διατήρηση επαρκούς γαλουχίας και χρειάζονται εκπαίδευση και συνεχή υποστήριξη.
Ακόμα και τα όψιμα πρόωρα βρέφη, το 30-40% των οποίων δεν εισάγονται σε ΜΕΝΝ, δεν πρέπει να θεωρείται ότι παρουσιάζουν τις ίδιες ανάγκες και ικανότητες με τα τελειόμηνα βρέφη, διότι έχουν μοναδικές, συχνά μη αναγνωρισμένες, ιδιαιτερότητες, αδυναμίες και ειδικές διατροφικές ανάγκες. Τα νεογνά αυτά παρουσιάζουν αυξημένη προδιάθεση σε σχέση με τα τελειόμηνα για νοσηρότητα και επανεισαγωγή στο νοσοκομείο. Στατιστικά δεδομένα, δείχνουν ότι είναι λιγότερο πιθανό να θηλάσουν, ενώ χρειάζονται μεγαλύτερη διατροφική υποστήριξη ικανή να ανταποκριθεί στις ειδικές ανάγκες τους. Ο μητρικός θηλασμός , και εν γένει η σίτιση, χωρίς επαρκή υποστήριξη, μπορεί να θέσει τα βρέφη αυτά σε κίνδυνο, ιδίως σε περιπτώσεις πρώιμου εξιτηρίου. Συχνή αιτία επανεισαγωγής μετά την αρχική έξοδο από το νοσοκομείο είναι: ο ίκτερος πείνας, η μειωμένη πρόσληψη βάρους και επακόλουθη αφυδάτωση, η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση- έμετοι, τα επεισόδια πνιγμονής και η δυσκολία σίτισης. Οι μητέρες όψιμων πρόωρων βρεφών θα πρέπει να λαμβάνουν εκτεταμένη υποστήριξη δεξιοτήτων σίτισης, εκπαίδευση θηλασμού και συχνή παρακολούθηση από εξειδικευμένο επαγγελματία υγείας, ιδίως μετά την έξοδο από το νοσοκομείο.